- πριονιστός
- -ή, -ό, Ν [πριονίζω]1. αυτός που κόπηκε ή κατασκευάστηκε με πριόνι2. αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, πριονωτός.επίρρ...πριονιστά Νμε πριονισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πριονιστός — ή, ό 1. αυτός που κατασκευάστηκε ή δουλεύτηκε με πριόνι. 2. αυτός που έχει εγκοπές σαν πριόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριστός — ή, ό / πριστός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος 2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός αρχ. 1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει 2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» στιλβωμένο ελεφάντινο οστό,… … Dictionary of Greek